- λυοτροπία
- Το φαινόμενο της επίδρασης των διαλυμένων ουσιών στις μοριακές ιδιότητες του διαλύτη (ιξώδες, επιφανειακή τάση κλπ.). Ο όρος λ. χρησιμοποιείται και για την αύξηση της διαλυτότητας των δυσδιάλυτων ουσιών, η οποία πραγματοποιείται υπό την επίδραση άλλων ευδιάλυτων ουσιών. Όταν το διάλυμα είναι υδατικό, τότε η λ. χαρακτηρίζεται και ως υδροτροπία.
* * *ηχημ. η τροποποίηση τών διαλυτικών ικανοτήτων τού νερού ή άλλων διαλυτών με την προσθήκη κατάλληλων ευδιάλυτων ουσιών ή με τη μεταβολή τών συνθηκών τού διαλύματος, όπως είναι η αύξηση τής θερμοκρασίας ή τής οξύτητας.
Dictionary of Greek. 2013.